- ἀνδρόκμητος
- ἀνδρόκμητοςwrought by men's handsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανδρόκμητος — ἀνδρόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμητος < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
ἀνδροκμήτῳ — ἀνδρόκμητος wrought by men s hands masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρόκμητα — ἀνδρόκμητος wrought by men s hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)